- φέμη
- η, ΝΜπεριλπτ. ονομασία για τα φεμικά δικαστήρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεμικός — (I) ή, ό, ΝΜ φρ. «φεμικά δικαστήρια» μεσαιωνικά δικαστήρια τής Βεστφαλίας, τών οποίων η δικαιοδοσία εκτεινόταν σε ολόκληρο το γερμανικό βασίλειο, αλλ. φέμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Femgerichte]. (II) ή, ό, Ν φρ. «φεμικά… … Dictionary of Greek